Η ταυτότητα της Τουρκικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης
Κανένα άλλο ζήτημα δεν έχει συζητηθεί τόσο πολύ, τόσο έντονα, τόσο επιτακτικά όσο η ταυτότητα της Μειονότητας. Τελικά τι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Είναι Έλληνες,
ΕΙΔΗΣΕΙΣ - ΆΡΘΡΑ
5 Mayıs 2016
Κανένα άλλο ζήτημα δεν έχει συζητηθεί τόσο πολύ, τόσο έντονα, τόσο επιτακτικά όσο η ταυτότητα της Μειονότητας. Τελικά τι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Είναι Έλληνες, είναι Τούρκοι, Μουσουλμάνοι; Και πάει λέγοντας.
Η ταυτότητα σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι στατικό και κάτι αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου. Οι ταυτότητες διαμορφώνονται, κατασκευάζονται, αναδιαμορφώνονται, εναλλάσσονται, εξελίσσονται, προστίθενται νέες. Η ύπαρξη πολλαπλών ταυτοτήτων σε περιπτώσεις μειονοτήτων δεν μπορεί παρά να είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο και ένα προνομιακό πεδίο. Αντί για αυτό καμιά φορά μπαίνει στο στόχαστρο και γίνεται αντικείμενο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης.
Έτσι και με την Μειονότητα στη Θράκη. Η Συνθήκη της Λωζάνης προσδιορίζει τις δύο μειονότητες σε Ελλάδα και Τουρκία βάσει θρησκευτικών κριτηρίων ως κατάλοιπο του συστήματος των μιλλέτ όπου η θρησκεία χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει εθνοτικούς προσδιορισμούς.
Αναφέραμε σε προηγούμενη εκπομπή ότι για πολλές δεκαετίες η βασική διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό της Μειονότητας ήταν η διάκριση ανάμεσα σε Παραδοσιακούς Μουσουλμάνους και σε Νεωτεριστές Κεμαλιστές. Παρόλα αυτά, το διάστημα που κυριαρχούσε ο συγκεκριμένος διαχωρισμός, υπήρξαν κάποια βήματα που υποδήλωναν ότι η ταυτότητα της Μειονότητας ήταν κάτι αποδεκτό και κάτι που δεν δημιουργούσε προβλήματα ως προς την έκφρασή της.
Για παράδειγμα, η σύσταση των τουρκικών σωματείων την δεκαετία του 1920 υπήρξε μία φυσική έκφραση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και του συνετερίζεσθαι και δεν τέθηκε ποτέ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 θέμα αμφισβήτησης της χρήσης του όρου τουρκικός στους τίτλους τους. Ακόμα και η πολιτεία δεν φαίνεται να ενοχλούνταν ιδιαίτερα ούτε να την απασχολεί το θέμα της ταυτότητας της Μειονότητας.
Να θυμίσουμε μόνο την πρωτοβουλία του τότε Γενικού Διοικητή Θράκης, Γιώργου Φεσσόπουλου, ο οποίος το 1954 διαβιβάζει διαταγή του τότε Πρωθυπουργού Παπάγου σε δήμους και κοινότητες για αντικατάσταση του όρου Μουσουλμάνος-μουσουλμανικός με τους όρους Τούρκος-τουρκικός. Ζητάει αντικατάσταση πινακίδων σε σχολεία και δήμους. Ο όρος τούρκος-τουρκικός χρησιμοποιείται και σε νόμους εκείνης της περιόδου.
Συμπερασματικά για μεγάλο διάστημα η Μειονότητα δεν αντιμετώπισε θέματα προσδιορισμού. Είναι η εποχή που σε επίπεδο εξωτερικών διακρατικών σχέσεων ο κίνδυνος για την Ελλάδα έρχεται από τον Βορρά, την Βουλγαρία, και αναφερόμαστε στην κομμουνιστική απειλή και όχι από ανατολικά, από την Τουρκία.
Παρόλα αυτά, όσο ατονούσε η σύγκρουση ανάμεσα σε Παραδοσιακούς Μουσουλμάνους και Νεωτεριστές και η πλάστιγγα έγερνε προς όφελος των Νεωτεριστών οι οποίοι συνέθεσαν την ελίτ της Μειονότητας, παρασκηνιακά τουλάχιστον φαίνεται ότι προετοιμαζόταν το έδαφος για το επόμενο μεγάλο ζήτημα που άπτεται θέματα ταυτότητας και είναι η ανακάλυψη και η στήριξη από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας των Πομάκων της Θράκης.
Το Συντονιστικό Συμβούλιο Μειονοτικής Πολιτικής Θράκης που δρα στην περιοχή για μία δεκαετία, από το 1959 έως το 1969, αποτελεί το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων για την πολιτική που θα ακολουθήσει απέναντι στη Μειονότητα. Η ύπαρξή του έμεινε μυστική μέχρι το 2005. Μία μεγάλη θεματική που απασχολεί σε κάθε συνεδρίαση τα μέλη του Συμβουλίου είναι η ενίσχυση της πομακικής ταυτότητας.
Επειδή ακριβώς το Συμβούλιο αυτό λειτουργούσε παρακρατικά, οι αποφάσεις που λαμβάνει είναι ιδιαίτερα σκληρές. Για τους Πομάκους φαίνεται ότι υπάρχει διακριτική μεταχείριση. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι συζητήσεις και οι αποφάσεις για μερική απαλλαγή των Πομάκων από τα μέτρα διοικητικών ενοχλήσεων που είχαν ληφθεί εις βάρος του συνόλου της Μειονότητας. Το Συμβούλιο χρηματοδοτεί ακόμα και αιματολογικές έρευνες οι οποίες στόχο έχουν να αποδείξουν την ελληνικότητα των Πομάκων.
Φαίνεται ότι η ιδιαίτερη ταυτότητα των Πομάκων απολαμβάνει την πλήρη κρατική εύνοια και προστασία. Το πομακικό κυριαρχεί στις συζητήσεις για το μειονοτικό της Θράκης όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Η επίσημη εξαγγελία της πολιτικής της ισονομίας και ισοπολιτείας για τα μέλη της Μειονότητας το 1991 από τον τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνο Μητσοτάκη συνοδεύεται με την επίσημη δήλωση ότι «Η μειονότητα αποτελείται από τρεις σαφώς διαφορετικές εθνοτικές ομάδες. Υπάρχουν οι τουρκογενείς, οι πομάκοι και οι αθίγγανοι».
Έκτοτε η ελληνική πολιτεία βάζει στην κορυφή της ατζέντας της μειονοτικής πολιτικής την ταυτότητα της Μειονότητας προκειμένου να αποδείξει ότι η μειονότητα δεν είναι ομοιογενής. Υποστηρίζει την δημιουργία πομακικών σωματείων, και γενικότερα την δεκαετία του 1990 υπάρχει έντονη κινητικότητα με την έκδοση εφημερίδων, βιβλίων, λεξικών, την δημιουργία χορευτικών ομάδων κλπ.
Είναι η εποχή που εγκαινιάζεται ένα φοβερό παιχνίδι ορολογίας όπου οι τούρκοι αναφέρονται ενίοτε ως τουρκογενείς, τουρκόφωνοι, τουρκόγλωσσοι και με πολλά άλλα προσδιοριστικά. Η Μειονότητα αντιδράει έντονα και ενώ στην αρχή αρνείται την ύπαρξη Πομάκων ως ξεχωριστή εθνοτική ομάδα στους κόλπους της, εν συνεχεία επιχειρηματολογεί για την τουρκική καταγωγή των Πομάκων. Πρόσφατα, ο εκλεγμένος Μουφτής Ξάνθης ανέφερε στην παρέμβασή του στην ετήσια συνέλευση της Ομοσπονδιακής Ένωσης Ευρωπαϊκών Εθνοτήτων (Federal Union of European Nationalities: FUEN) που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2015 στην Κομοτηνή «Εγώ ως μέλος των Τούρκων της Δυτικής Θράκης με περηφάνια λέω πως είμαι Πομάκος Τούρκος».
Στα μέσα του 2000 η ελληνική πολιτεία στρέφει το ενδιαφέρον της στους τσιγγάνους της μειονότητας. Κι εκεί όμως η πολιτική των αντιθέσεων, των αντιφάσεων, των συνεχών εναλλαγών φαίνεται ότι δεν απέδωσε καρπούς. Η ανάμειξη της πολιτείας σε θέματα της Μειονότητας έφερε έντονη καχυποψία και αμφισβήτηση από τα μέλη της κοινότητας και ως συνήθως έφερε τα αντίθετα από τα επιθυμητά για το κράτος αποτελέσματα.
Μπορεί το δικαίωμα του ατομικού αυτο-προσδιορισμού να είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός και νομικά κατοχυρωμένο, όταν ωστόσο η συζήτηση φτάνει στο δικαίωμα του συλλογικού αυτο-προσδιορισμού είναι εμφανές ότι οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει ακόμα για να δημιουργηθεί ένας γόνιμος και εποικοδομητικός διάλογος. Όλες οι πλευρές αναλώνονται συνήθως σε εθνικιστικές εξάρσεις και άνευ ουσιώδους σημασίας επιχειρήματα.
Η ταυτότητα σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι στατικό και κάτι αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου. Οι ταυτότητες διαμορφώνονται, κατασκευάζονται, αναδιαμορφώνονται, εναλλάσσονται, εξελίσσονται, προστίθενται νέες. Η ύπαρξη πολλαπλών ταυτοτήτων σε περιπτώσεις μειονοτήτων δεν μπορεί παρά να είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο και ένα προνομιακό πεδίο. Αντί για αυτό καμιά φορά μπαίνει στο στόχαστρο και γίνεται αντικείμενο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης.
Έτσι και με την Μειονότητα στη Θράκη. Η Συνθήκη της Λωζάνης προσδιορίζει τις δύο μειονότητες σε Ελλάδα και Τουρκία βάσει θρησκευτικών κριτηρίων ως κατάλοιπο του συστήματος των μιλλέτ όπου η θρησκεία χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει εθνοτικούς προσδιορισμούς.
Αναφέραμε σε προηγούμενη εκπομπή ότι για πολλές δεκαετίες η βασική διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό της Μειονότητας ήταν η διάκριση ανάμεσα σε Παραδοσιακούς Μουσουλμάνους και σε Νεωτεριστές Κεμαλιστές. Παρόλα αυτά, το διάστημα που κυριαρχούσε ο συγκεκριμένος διαχωρισμός, υπήρξαν κάποια βήματα που υποδήλωναν ότι η ταυτότητα της Μειονότητας ήταν κάτι αποδεκτό και κάτι που δεν δημιουργούσε προβλήματα ως προς την έκφρασή της.
Για παράδειγμα, η σύσταση των τουρκικών σωματείων την δεκαετία του 1920 υπήρξε μία φυσική έκφραση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και του συνετερίζεσθαι και δεν τέθηκε ποτέ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 θέμα αμφισβήτησης της χρήσης του όρου τουρκικός στους τίτλους τους. Ακόμα και η πολιτεία δεν φαίνεται να ενοχλούνταν ιδιαίτερα ούτε να την απασχολεί το θέμα της ταυτότητας της Μειονότητας.
Να θυμίσουμε μόνο την πρωτοβουλία του τότε Γενικού Διοικητή Θράκης, Γιώργου Φεσσόπουλου, ο οποίος το 1954 διαβιβάζει διαταγή του τότε Πρωθυπουργού Παπάγου σε δήμους και κοινότητες για αντικατάσταση του όρου Μουσουλμάνος-μουσουλμανικός με τους όρους Τούρκος-τουρκικός. Ζητάει αντικατάσταση πινακίδων σε σχολεία και δήμους. Ο όρος τούρκος-τουρκικός χρησιμοποιείται και σε νόμους εκείνης της περιόδου.
Συμπερασματικά για μεγάλο διάστημα η Μειονότητα δεν αντιμετώπισε θέματα προσδιορισμού. Είναι η εποχή που σε επίπεδο εξωτερικών διακρατικών σχέσεων ο κίνδυνος για την Ελλάδα έρχεται από τον Βορρά, την Βουλγαρία, και αναφερόμαστε στην κομμουνιστική απειλή και όχι από ανατολικά, από την Τουρκία.
Παρόλα αυτά, όσο ατονούσε η σύγκρουση ανάμεσα σε Παραδοσιακούς Μουσουλμάνους και Νεωτεριστές και η πλάστιγγα έγερνε προς όφελος των Νεωτεριστών οι οποίοι συνέθεσαν την ελίτ της Μειονότητας, παρασκηνιακά τουλάχιστον φαίνεται ότι προετοιμαζόταν το έδαφος για το επόμενο μεγάλο ζήτημα που άπτεται θέματα ταυτότητας και είναι η ανακάλυψη και η στήριξη από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας των Πομάκων της Θράκης.
Το Συντονιστικό Συμβούλιο Μειονοτικής Πολιτικής Θράκης που δρα στην περιοχή για μία δεκαετία, από το 1959 έως το 1969, αποτελεί το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων για την πολιτική που θα ακολουθήσει απέναντι στη Μειονότητα. Η ύπαρξή του έμεινε μυστική μέχρι το 2005. Μία μεγάλη θεματική που απασχολεί σε κάθε συνεδρίαση τα μέλη του Συμβουλίου είναι η ενίσχυση της πομακικής ταυτότητας.
Επειδή ακριβώς το Συμβούλιο αυτό λειτουργούσε παρακρατικά, οι αποφάσεις που λαμβάνει είναι ιδιαίτερα σκληρές. Για τους Πομάκους φαίνεται ότι υπάρχει διακριτική μεταχείριση. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι συζητήσεις και οι αποφάσεις για μερική απαλλαγή των Πομάκων από τα μέτρα διοικητικών ενοχλήσεων που είχαν ληφθεί εις βάρος του συνόλου της Μειονότητας. Το Συμβούλιο χρηματοδοτεί ακόμα και αιματολογικές έρευνες οι οποίες στόχο έχουν να αποδείξουν την ελληνικότητα των Πομάκων.
Φαίνεται ότι η ιδιαίτερη ταυτότητα των Πομάκων απολαμβάνει την πλήρη κρατική εύνοια και προστασία. Το πομακικό κυριαρχεί στις συζητήσεις για το μειονοτικό της Θράκης όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Η επίσημη εξαγγελία της πολιτικής της ισονομίας και ισοπολιτείας για τα μέλη της Μειονότητας το 1991 από τον τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνο Μητσοτάκη συνοδεύεται με την επίσημη δήλωση ότι «Η μειονότητα αποτελείται από τρεις σαφώς διαφορετικές εθνοτικές ομάδες. Υπάρχουν οι τουρκογενείς, οι πομάκοι και οι αθίγγανοι».
Έκτοτε η ελληνική πολιτεία βάζει στην κορυφή της ατζέντας της μειονοτικής πολιτικής την ταυτότητα της Μειονότητας προκειμένου να αποδείξει ότι η μειονότητα δεν είναι ομοιογενής. Υποστηρίζει την δημιουργία πομακικών σωματείων, και γενικότερα την δεκαετία του 1990 υπάρχει έντονη κινητικότητα με την έκδοση εφημερίδων, βιβλίων, λεξικών, την δημιουργία χορευτικών ομάδων κλπ.
Είναι η εποχή που εγκαινιάζεται ένα φοβερό παιχνίδι ορολογίας όπου οι τούρκοι αναφέρονται ενίοτε ως τουρκογενείς, τουρκόφωνοι, τουρκόγλωσσοι και με πολλά άλλα προσδιοριστικά. Η Μειονότητα αντιδράει έντονα και ενώ στην αρχή αρνείται την ύπαρξη Πομάκων ως ξεχωριστή εθνοτική ομάδα στους κόλπους της, εν συνεχεία επιχειρηματολογεί για την τουρκική καταγωγή των Πομάκων. Πρόσφατα, ο εκλεγμένος Μουφτής Ξάνθης ανέφερε στην παρέμβασή του στην ετήσια συνέλευση της Ομοσπονδιακής Ένωσης Ευρωπαϊκών Εθνοτήτων (Federal Union of European Nationalities: FUEN) που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2015 στην Κομοτηνή «Εγώ ως μέλος των Τούρκων της Δυτικής Θράκης με περηφάνια λέω πως είμαι Πομάκος Τούρκος».
Στα μέσα του 2000 η ελληνική πολιτεία στρέφει το ενδιαφέρον της στους τσιγγάνους της μειονότητας. Κι εκεί όμως η πολιτική των αντιθέσεων, των αντιφάσεων, των συνεχών εναλλαγών φαίνεται ότι δεν απέδωσε καρπούς. Η ανάμειξη της πολιτείας σε θέματα της Μειονότητας έφερε έντονη καχυποψία και αμφισβήτηση από τα μέλη της κοινότητας και ως συνήθως έφερε τα αντίθετα από τα επιθυμητά για το κράτος αποτελέσματα.
Μπορεί το δικαίωμα του ατομικού αυτο-προσδιορισμού να είναι αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός και νομικά κατοχυρωμένο, όταν ωστόσο η συζήτηση φτάνει στο δικαίωμα του συλλογικού αυτο-προσδιορισμού είναι εμφανές ότι οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει ακόμα για να δημιουργηθεί ένας γόνιμος και εποικοδομητικός διάλογος. Όλες οι πλευρές αναλώνονται συνήθως σε εθνικιστικές εξάρσεις και άνευ ουσιώδους σημασίας επιχειρήματα.