Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της Τουρκικής-Μουσουλμανικής μειονότητας Δυτικής Θράκης

Λίγες ημέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις γιορτές των Χριστουγέννων στην Ελλάδα, ο Δήμος Μύκης δημοσίευσε μία ανακοίνωση με την οποία εξέφραζε την έντονη δυ

Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της Τουρκικής-Μουσουλμανικής μειονότητας Δυτικής Θράκης

Λίγες ημέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις γιορτές των Χριστουγέννων στην Ελλάδα, ο Δήμος Μύκης δημοσίευσε μία ανακοίνωση με την οποία εξέφραζε την έντονη δυσαρέσκεια και αντίθεσή του σε γιορτές που διοργάνωσε το εκπαιδευτικό προσωπικό στα νηπιαγωγεία της περιοχής με την «εμφάνιση» του Άι Βασίλη.

Ο Δήμος Μύκης βρίσκεται στον Νομό Ξάνθης και αποτελεί έναν αμιγώς μειονοτικό δήμο.

Η ανακοίνωση εξέφραζε το σεβασμό προς τις χριστιανικές γιορτές, ωστόσο ανέφερε ότι τέτοιες ενέργειες προσβάλουν την θρησκευτική ελευθερία της Μειονότητας και δεν συμβάλλουν στον αλληλοσεβασμό των δύο κοινοτήτων.

Κατά καιρούς στη Θράκη εντοπίζονται παρόμοια περιστατικά τα οποία ουσιαστικά προσλαμβάνονται από τους Τούρκους μειονοτικούς ως προσβολή της θρησκευτικής τους ταυτότητας. Ουσιαστικά υποδηλώνουν έλλειψη ανοχής και προσπάθειας κατανόησης της διαφορετικότητας του άλλου.

Με αφορμή το περιστατικό αυτό, ας μελετήσουμε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της Τουρκικής Μειονότητας που αποτελούσε ανέκαθεν βασική συνισταμένη της ταυτότητας της κοινότητας. Στην Συνθήκη της Λωζάνης ο προσδιορισμός των μειονοτήτων γίνεται με θρησκευτικά κριτήρια, καθώς η θρησκεία στις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσε δηλωτικό εθνοτικών χαρακτηριστικών αρκεί να αναλογιστούμε τη δομή του συστήματος των μιλλέτ (millet).
Οι Τούρκοι μειονοτικοί είναι κατά κύριο λόγο ορθόδοξοι Μουσουλμάνοι, δηλαδή σουνίτες, ενώ συναντάμε πολύ μικρές ομάδες αλεβήδων και μπεκτασήδων, κυρίως σε περιοχές του Έβρου.

Ως παραδοσιακή κοινότητα και μάλιστα μειονότητα σε ένα κράτος με επικρατούσα θρησκεία την Ανατολική Ορθόδοξη εκκλησία του Χριστού, όπως ορίζεται από το άρθρο 3 του Συντάγματος, η θρησκεία υπήρξε καθοριστική στον προσδιορισμό της Μειονότητας. Λόγω του ότι η θρησκεία αποτέλεσε σημαντική διαχωριστική γραμμή μεταξύ μειονοτικού και πλειονοτικού πληθυσμού, ιστορικά, τα διάφορα θρησκευτικά ζητήματα υπήρξαν συχνά πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και πολιτικής σύγκρουσης.

Ουδέποτε το ελληνικό κράτος μέσω των πολιτικών που υιοθετούσε και εφάρμοζε για τα μέλη της Μειονότητας δεν επιχείρησε να αλλάξει την θρησκευτική ταυτότητα της κοινότητας. Από την άλλη ωστόσο, το κράτος ανέκαθεν εφάρμοζε πολιτικές οι οποίες αποσκοπούσαν στον έλεγχο των θρησκευτικών ζητημάτων της Μειονότητας και ενίοτε τον περιορισμό των θρησκευτικών της ελευθεριών. Με λίγα λόγια, λόγω του ότι η θρησκεία της Μειονότητας ήταν ένα πεδίο εντελώς άγνωστο, υπήρχε μία μόνιμη καχυποψία και μία προσπάθεια να φιλτράρονται όλα με εθνικό μανδύα. Υπήρχε με λίγα λόγια μία μόνιμη υποβόσκουσα φοβία μην χρησιμοποιηθεί η θρησκεία ως όχημα για διεκδικήσεις όχι τόσο αρεστές προς το κράτος.
Ο θεμέλιος λίθος της Τουρκικής Μειονότητας, η Συνθήκη της Λωζάνης, παρέχει πλήρη προστασία στις θρησκευτικές ελευθερίες και μάλιστα, προχωράει ένα βήμα παραπέρα με την υποχρέωση του κράτους να προστατεύει και να διευκολύνει τη Μειονότητα στην ίδρυση θρησκευτικών και κοινωφελών ιδρυμάτων.

Θρησκευτικός ηγέτης της Τουρκικής Μειονότητας είναι ο Μουφτής. Σήμερα στην Δυτική Θράκη υπάρχουν τρεις έδρες Μουφτείας: μία στην πόλη της Κομοτηνής, μία στην Ξάνθη και μία στο Διδυμότειχο. Το θέμα της ανάδειξης του θρησκευτικού ηγέτη παραμένει διαχρονικά μεγάλο αγκάθι και πεδίο σύγκρουσης μεταξύ κράτους και κοινότητας. Το κράτος εμμένει στον διορισμό των Μουφτήδων. Πάγιο, σταθερό και μείζον θέμα για τη Μειονότητα αποτελεί η αλλαγή του τρόπου ανάδειξης του Μουφτή μέσω ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος εκλογής.

Οι Μουφτήδες στην Θράκη είναι και Ιεροδίκες καθώς διατηρούν ορισμένες δικαιοδοτικές αρμοδιότητες σε θέματα κυρίως κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου (Σαρία, Ιερός Ισλαμικός Νόμος) που αποτελούν ουσιαστικά την εφαρμογή ενός συλλογικού δικαιώματος της Μειονότητας αναγνωρισμένου από τη Συνθήκη της Λωζάνης. Παρά τις σοβαρές ενστάσεις που εγείρονται κατά καιρούς κυρίως από μέλη της επιστημονικής κοινότητας της Ελλάδος σχετικά με το αν η εφαρμογή της Σαρίας είναι ανεκτή πλέον από την έννομη τάξη, είναι γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των Τούρκων της Θράκης προσλαμβάνουν την εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου ως αναπόσπαστο κομμάτι της θρησκευτικής τους ταυτότητας και επιθυμούν την διατήρησή του.

Τα Βακούφια συνθέτουν την περιουσία της κοινότητας την οποία διαχειρίζονται οι επονομαζόμενες «Διαχειριστικές Επιτροπές Μουσουλμανικής Περιουσίας». Τα μέλη των επιτροπών διορίζονται από το κράτος παρά το χρόνιο αίτημα της Μειονότητας να εκλέγονται από την κοινότητα. Τα τελευταία χρόνια γίνανε κάποια βήματα να αλλάξει αυτή η παγιωμένη κατάσταση και τα μέλη των επιτροπών να αναδεικνύονται μέσω ενός συστήματος εκλογών. Αναφέρομαι σε νομοθετική πρωτοβουλία που έγινε νόμος του κράτους αλλά έμεινε ανεφάρμοστος διότι συνάντησε τις έντονες αντιδράσεις της Μειονότητας. Κύρια αιτία είναι ότι για το νομοθέτημα αυτό δεν υπήρξε κανένας ουσιαστικός διάλογος με την κοινότητα και το αποτέλεσμα ήταν ένας νόμος που ενώ ευαγγελίζονταν αρχές θρησκευτικής ελευθερίας, ουσιαστικά αποσκοπούσε στον έλεγχο θρησκευτικών θεμάτων. Εκ των πραγμάτων, πριν την ψήφισή του ο νόμος αυτός είχε καταδικαστεί σε αποτυχία.

Πιο πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία η οποία αντί να επιλύσει δημιούργησε νέα και σημαντικότερα προβλήματα στο εσωτερικό της Μειονότητας αποτέλεσε ένας νόμος για την πρόσληψη ιεροδιδασκάλων με σκοπό την διδασκαλία του Κορανίου στις Μουφτείες της Θράκης. Η ιστορία αυτή κρατάει από το 2007 και εξελίσσεται, το ελληνικό κράτος εμμένει στην πολιτική να δημιουργηθεί μία ομάδα ιεροδιδασκάλων «πολλαπλών ταχυτήτων» καθώς ανάμεσα στα καθήκοντά τους θα είναι και η διδασκαλία των θρησκευτικών για τους μαθητές της Μειονότητας που επιλέγουν την φοίτησή τους σε δημόσια σχολεία.

Οι παραπάνω πρωτοβουλίες προσλαμβάνονται από τα μέλη της Μειονότητας ως προσπάθειες ωμής παρέμβασης σε θέματα που αφορούν πρωταρχικά την κοινότητα και γενικότερα, δηλώνουν μία καχυποψία και μία εμμονή στο να ελέγχεται οτιδήποτε μειονοτικό. Όπως αναφέρθηκε ήδη, τέτοιες πρωτοβουλίες έρχονται να προσθέσουν νέα προβλήματα παρά να δώσουν λύση στα ήδη υπάρχοντα. Μία σημαντική πτυχή είναι ότι η κατάσταση που διαμορφώνεται προσδίδει έντονο πολιτικό χαρακτήρα σε ζητήματα θρησκευτικής πίστης και θρησκευτικών ελευθεριών, με αποτέλεσμα η θρησκεία να είναι συχνά πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και οι διάφοροι θρησκευτικοί εκπρόσωποι και ηγέτες της Μειονότητας να αποκτούν και ‘πολιτικό' προφίλ.

Η Τουρκική Μειονότητα απολαμβάνει τις δύο μεγάλες θρησκευτικές γιορτές (Ραμαζάν και Κουρμπάν Μπαϊράμ), τα πέντε καντήλια και διατηρεί τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα στο σύνολό τους, ακόμα και στα αστικά κέντρα της Θράκης.

Τα τελευταία χρόνια με την άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα, την είσοδο στη Βουλή του εθνικιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής, παρατηρήθηκε μία αύξηση κρουσμάτων και επιθέσεων σε τεμένη και μουσουλμανικά νεκροταφεία της περιοχής. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο ντόπιος πληθυσμός της Θράκης και αναφέρομαι και στις δύο κοινότητες, είναι κατά βάση φιλήσυχος πληθυσμός. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι πρέπει να μένουμε απαθείς στην εμφάνιση τέτοιων περιστατικών διότι όπως λέει και η λαϊκή σοφία «όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, περίμενε η φωτιά να έρθει και στο δικό σου».

Millet gazetesi logo
© 2023 Millet
KÜNYE
MİLLET MEDİA Kollektif Şirketi
Genel Yayın Yönetmeni: Cengiz ÖMER
Yayın Koordinatörü: Bilal BUDUR
Adres: Miaouli 7-9, Xanthi 67100, GREECE
Tel: +30 25410 77968
E-posta: info@milletgazetesi.gr
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
MİLLET MEDİA O.E.
Υπεύθυνος - Διευθυντής: ΟΜΕΡ ΖΕΝΓΚΙΣ
Συντονιστής: ΜΠΟΥΝΤΟΥΡ ΜΠΙΛΑΛ
Διεύθυνση: ΜΙΑΟΥΛΗ 7-9, ΞΑΝΘΗ 67100
Τηλ: +30 25410 77968
Ηλ. Διεύθυνση: info@milletgazetesi.gr