Τέλος στο χαρτόσημο, εισάγεται το ψηφιακό τέλος
Η ΑΑΔΕ εξέδωσε εγκύκλιο σχετικά με το ψηφιακό τέλος συναλλαγής, το οποίο αντικαθιστά το παραδοσιακό χαρτόσημο.
Η ΑΑΔΕ εξέδωσε εγκύκλιο σχετικά με το ψηφιακό τέλος συναλλαγής, το οποίο αντικαθιστά το παραδοσιακό χαρτόσημο, καθορίζοντας παράλληλα τις υποχρεώσεις των φορολογουμένων – φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και νομικών οντοτήτων του Δημοσίου.
Η εγκύκλιος περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες συναλλαγών που υπόκεινται στο νέο ψηφιακό τέλος. Αναλυτικά:
1. Μισθώσεις επαγγελματικών ακινήτων
Το τέλος, με συντελεστή 3,60% επί του μισθώματος, εφαρμόζεται μόνο σε επαγγελματικές χρήσεις ακινήτων που δεν έχουν υπαχθεί σε ΦΠΑ και βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια. Η υποχρέωση απόδοσης βαρύνει συνήθως τον ιδιοκτήτη μέσω της ετήσιας φορολογικής δήλωσης, με ειδική διαδικασία όταν ο μισθωτής είναι φορέας του Δημοσίου.
Οι κατοικίες εξαιρούνται, ακόμη κι αν ενοικιάζονται από εταιρείες για στέγαση εργαζομένων. Η εξαίρεση ισχύει επίσης για αποθήκες και θέσεις στάθμευσης που ενοικιάζονται μαζί με κατοικία. Όταν τμήμα κατοικίας χρησιμοποιείται για επαγγελματικούς σκοπούς, το τέλος επιβάλλεται μόνο στο αντίστοιχο ποσοστό του μισθώματος.
Στις υπεκμισθώσεις, κάθε σύμβαση αξιολογείται ξεχωριστά. Τυχόν πιστωτικός φόρος από άλλες δηλώσεις μπορεί να συμψηφιστεί με το οφειλόμενο τέλος.
2. Πράξεις στα κτηματολογικά γραφεία
Η μεταγραφή μίσθωσης άνω των 9 ετών επιβαρύνεται με πάγιο τέλος 1,20% επί του συνολικού μισθώματος, πληρωτέο εφάπαξ μέσω συμβολαιογράφου. Για την εγγραφή υποθήκης ή τη μετατροπή προσημείωσης σε υποθήκη εφαρμόζεται συντελεστής 3,60%, ανεξάρτητα από την αιτία. Το ηλεκτρονικό παράβολο καταβάλλεται από τον αιτούντα. Εξαιρούνται υποθήκες που αφορούν οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση, ασφαλιστικά ταμεία, πράκτορες του Εθνικού Λαχείου ή δάνεια από πιστωτικά ιδρύματα και ομολογιακά δάνεια.
3. Χρηματοδοτήσεις και πιστώσεις
Υποβάλλονται σε ψηφιακό τέλος όλα τα δάνεια, έντοκα ή άτοκα, πιστώσεις που λειτουργούν ως δάνεια (συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών καρτών) και μετατροπές ανεξόφλητων υπολοίπων σε νέο δάνειο, με ανώτατο όριο 150.000 ευρώ ανά σύμβαση. Οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι θεωρούνται νέο κεφάλαιο. Δεν επιβαρύνονται leasing, factoring, συμβόλαια παραγώγων, repos, δανεισμός τίτλων και πωλήσεις επί πιστώσει υπό ΦΠΑ ή Φόρο Μεταβίβασης Ακινήτων.
Απαλλάσσονται πλήρως δάνεια με συμμετοχή εποπτευόμενων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ομολογιακά δάνεια, δάνεια από ξένες τράπεζες, χρηματοδοτήσεις με πληρωμή σε μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό και χρηματοδοτήσεις της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Αλλαγές όρων χωρίς αύξηση κεφαλαίου δεν δημιουργούν νέο τέλος.
2,40% για δάνεια μεταξύ επιχειρηματιών φυσικών προσώπων που αφορούν αποκλειστικά την επιχείρησή τους, για συμβάσεις με τουλάχιστον μία εταιρεία και για δάνεια Δημοσίου προς εταιρείες.
3,60% για δάνεια μεταξύ ιδιωτών, δάνεια ΝΠΔΔ μεταξύ τους ή με το Δημόσιο, δάνεια ιδιωτών με ΝΠΔΔ, δάνεια αστικών μη κερδοσκοπικών οργανώσεων και δάνεια επιχειρηματιών εκτός επιχειρηματικής δραστηριότητας.
4. Κινήσεις κεφαλαίων σε εταιρείες
Καταθέσεις και αναλήψεις από εταίρους, μετόχους ή συνδεδεμένα πρόσωπα σε νομικά πρόσωπα υπόκεινται σε τέλος, αν δεν βασίζονται σε ειδική σύμβαση ή δεν αποτελούν προκαταβολή κερδών εντός του φορολογικού έτους. Απαιτείται λογιστική τεκμηρίωση. Οι αναλήψεις πάνω από το μερίδιο κερδών φορολογούνται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα μετά την έγκριση του ισολογισμού. Καταθέσεις για μελλοντική αύξηση κεφαλαίου εξαιρούνται, υπό την προϋπόθεση ότι δεν χρησιμοποιηθούν διαφορετικά. Δεν υπάγονται συναλλαγές με ελληνικά ή ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Συντελεστής: 1,20% για κεφαλαιουχικές και προσωπικές εταιρείες.
Δανειακοί, τρεχούμενοι και δοσοληπτικοί λογαριασμοί φορολογούνται, εκτός αν ένα μέρος είναι πιστωτικό ίδρυμα. Η βάση υπολογισμού είναι το μεγαλύτερο χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο, εξαιρουμένων μεταφερόμενων υπολοίπων και τόκων. Συντελεστής: 2,40% όταν όλοι οι συμβαλλόμενοι είναι επιχειρηματίες και ο λογαριασμός εξυπηρετεί επιχειρηματική δραστηριότητα ή όταν ένα μέρος είναι εταιρεία. Σε άλλες περιπτώσεις, 3,60%.
Τα πινάκια με επιταγές που προσκομίζονται σε ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα για είσπραξη, ενεχυρίαση ή φύλαξη επιβαρύνονται με 3‰ επί της συνολικής αξίας. Υποχρέωση δήλωσης και απόδοσης φέρει το πιστωτικό ίδρυμα, ενώ το τέλος επιβαρύνει τον κομιστή.