Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης
Γνωριμία με την Τουρκική-Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης.α. Μία ‘ιστορική' μειονότητα Η παρουσία ιστορικών μειονοτήτων σε μικρές, περιφερειακές κοιν
ΕΙΔΗΣΕΙΣ - ΆΡΘΡΑ
11 Ocak 2016

Γνωριμία με την Τουρκική-Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης.
α. Μία ‘ιστορική' μειονότητα
Η παρουσία ιστορικών μειονοτήτων σε μικρές, περιφερειακές κοινωνίες αποτελεί αναμφισβήτητα ένα καλό παράδειγμα και σημείο αναφοράς για την μελέτη των σύγχρονων κοινωνιών οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου μετατράπηκαν σε πολυπολιτισμικές, πολυθρησκευτικές, πολυεθνικές, πολυγλωσσικές.
Μία τέτοια ιστορική μειονότητα, σε αντιδιαστολή με τις νέες μεταναστευτικές κοινότητες που διαμορφώθηκαν στη σύγχρονη εποχή μέσω μετακινήσεων πληθυσμών, αποτελεί και η Τουρκική-Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης.
Παρόλο που η Μειονότητα έχει συνδέσει κατά κάποιο τρόπο τη μοίρα της με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ωστόσο η ίδια και μαζί με αυτήν οι Έλληνες της Ιστάνμπουλ, του Bozcaada (Τένεδος) και του Gökçeada (Ίμβρος) εξαιρέθηκαν από αυτήν. Με μία έννοια, η Μειονότητα της Δυτικής Θράκης ήταν ανέκαθεν εδραιωμένη στην περιοχή της Δυτικής Θράκης ακόμα και πριν την οριστική διαμόρφωση των εθνικών συνόρων. Ο τόπος είναι σημείο αναφοράς για την Μειονότητα.
β. Ο τόπος
Η Δυτική Θράκη στο βορειοανατολικό άκρο της Ελλάδας, συνορεύει από τον βορρά με την Βουλγαρία και ανατολικά με την Τουρκία. Αν ανοίξουμε τον χάρτη θα διαπιστώσουμε ότι η Δυτική Θράκη είναι μια περιοχή με ιδιαίτερη γεωστρατηγική και γεωπολιτική σημασία.
Ωστόσο, κατά το παρελθόν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της γεωγραφίας δεν λειτούργησαν με όρους ανάπτυξης και επενδύσεων με αποτέλεσμα η περιοχή να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της λίστας με τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας.
Κατά καιρούς υπάρχουν προτάσεις και ιδέες που επιχειρούν να «ανοίξουν» τα σύνορα της περιοχής σε επιχειρηματικό κόσμο, στον τουρισμό, όπως η πρόταση για χορήγηση 48ωρης βίζας με γρήγορες διαδικασίες σε επιχειρηματίες και τουρίστες να επισκεφτούν την περιοχή, αλλά οι εξελίξεις είναι πολύ αργές και συνήθως αντιμετωπίζονται με καχυποψία.
Την Δυτική Θράκη συνθέτουν τρεις νομοί, η Ξάνθη, η Ροδόπη και ο Έβρος. Σημαντική είναι η παρουσία της Μειονότητας στην Ξάνθη και την Ροδόπη, ενώ υπάρχει παρουσία του πληθυσμού και σε περιοχές του Έβρου.
Όσο σημαντική είναι η γεωγραφία της περιοχής αναφορικά με κοινωνικά, οικονομικά και άλλα χαρακτηριστικά, άλλο τόσο σημαντική είναι η ιστορία της και η ιστορική διαδρομή.
γ. Η Συνθήκη της Λωζάνης
Σημείο σταθμός για την Μειονότητα αποτελεί η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 (24-07-1923) η οποία ουσιαστικά αποτελεί το νομικό κείμενο αναγνώρισης της Μειονότητας. Το Τμήμα Ε της Συνθήκης με τον τίτλο «Προστασία Μειονοτήτων» αποτελείται από εννέα (9) άρθρα (37-45) και αναφέρεται στην υποχρέωση των συμβαλλόμενων μερών, δηλαδή της Ελλάδας και της Τουρκίας, να διασφαλίζουν και να προστατεύουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Τα άρθρα περιέχουν και ειδικές αναφορές σε θέματα θρησκείας, εκπαίδευσης, γλώσσας, κοινωφελών ιδρυμάτων κλπ.
Αναλογιζόμενοι το ευρύτερο κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της περιόδου, η Συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί πράγματι ένα προοδευτικό και πρωτοποριακό κείμενο της εποχής του, και μία καλή βάση για τις συζητήσεις περί ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων. Είναι εύλογο ότι η Μουσουλμανική-Τουρκική μειονότητα προσλαμβάνει τη Συνθήκη της Λωζάνης ως το Σύνταγμα και τον θεμέλιο λίθο προστασίας των μειονοτικών δικαιωμάτων.
Από το 1923 και εξής, όλες οι εξελίξεις και οι πρωτοβουλίες στον χώρο των μειονοτικών δικαιωμάτων μέσω υπογραφών πρωτοκόλλων και συμβάσεων σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, δεν μπόρεσαν ούτε να αντικαταστήσουν, κυρίως όμως ούτε να αποδυναμώσουν την σπουδαιότητα που έχει για τη Μειονότητα η εν λόγω Συνθήκη.
δ. Πληθυσμιακά χαρακτηριστικά
Δεν υπάρχουν επίσημες στατιστικές για τον ακριβή πληθυσμό της Τουρκικής-Μουσουλμανικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Η τελευταία πληθυσμιακή απογραφή στην Ελλάδα που περιείχε στοιχεία όπως η μητρική γλώσσα και η θρησκεία διεξήχθη το 1951. Έκτοτε, οι στατιστικές καταμετρούν πληθυσμό βάσει της υπηκοότητας και δεν κάνουν άλλου είδους διαχωρισμούς. Αυτό είναι εν γένει προβληματικό και συνδέεται άμεσα με εθνικές πολιτικές που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ομοιογένειας του εθνικού πληθυσμού. Υπάρχει ένας φόβος με απλά λόγια να μην καταγράφεται επίσημα το ‘διαφορετικό', ο ‘άλλος'. Διάφοροι ερευνητές μέσω προσωπικών τους αναλύσεων και εκτιμήσεων της τελευταίας απογραφής του 2011, τοποθετούν σήμερα τον πληθυσμό της Μειονότητας σε περίπου 115.000 άτομα.
Καταγράφοντας το οικονομικό προφίλ του πληθυσμού, πρόκειται αναμφισβήτητα για αγροτικό πληθυσμό με κυρίαρχη την καλλιέργεια του μπασμά. Ο μπασμάς είναι ένας καπνός εξαιρετικής ποιότητας, η καλλιέργειά του απαιτεί την συμβολή όλης της οικογένειας. Ωστόσο, οι μικροί κλήροι και η στροφή της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής έχει υποβαθμίσει την καλλιέργεια και έχει μειώσει τα έσοδα από τον καπνό σε σημείο που οι καπνοπαραγωγοί της Δυτικής Θράκης ζούνε στα όρια της φτώχειας.
Υπάρχει και ο αστικός πληθυσμός της Μειονότητας που δραστηριοποιούνται στα αστικά κέντρα της Ξάνθης και της Κομοτηνής και περιλαμβάνει μία ευρεία γκάμα ελεύθερων επαγγελματιών, εργατών κλπ. Το σημαντικότερο αγκάθι αποτελεί ο δημόσιος τομέας ο οποίος, με εξαίρεση του δασκάλους που είναι ξεχωριστή περίπτωση, παρέμενε επί δεκαετίες κλειστός και απαγορευτικός για την απασχόληση μελών της Μειονότητας. Τα πρώτα βήματα έγιναν τη δεκαετία του 90 ωστόσο κι εδώ η εικόνα δεν έχει ανατραπεί με την έννοια ότι το ποσοστό των μειονοτικών που απασχολούνται στον δημόσιο τομέα παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό, ενώ σχετικός νόμος που ψηφίστηκε για τον διορισμό με ποσόστωση μελών της Μειονότητας στο δημόσιο έθετε περιορισμούς για διορισμό εκτός της περιοχής της Θράκης, εφαρμόστηκε ουσιαστικά δύο φορές με προσλήψεις περίπου έξι ατόμων και έκτοτε παραμένει ανενεργός.
Οι μαθητές της Μειονότητας μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στη φοίτηση σε δημόσια ή μειονοτικά σχολεία όπου το πρόγραμμα διδασκαλίας είναι δίγλωσσο, σε ελληνικά και τουρκικά. Παραδοσιακά οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης στέλνουν τα παιδιά τους σε μειονοτικά δημοτικά σχολεία γιατί είναι ιδιαίτερα σημαντικό να λάβουν εκπαίδευση τόσο στη μητρική τους γλώσσα όσο και στην γλώσσα της χώρας υπηκοότητας.
Η επιλογή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι περιορισμένη με την έννοια ότι τα δύο μειονοτικά γυμνάσια και λύκεια και που λειτουργούν σε Ξάνθη και Κομοτηνή δεν μπορούν να απορροφήσουν το σύνολο των μειονοτικών μαθητών. Σημαντική είναι η έλλειψη δίγλωσσων μειονοτικών νηπιαγωγείων, ένα αίτημα που μπαίνει επιτακτικά από την πλευρά της Μειονότητας τα τελευταία χρόνια.
Αναφορικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ένας σημαντικός αριθμός μελών της μειονότητας κάνουν χρήση νόμου του 1995 του Υπουργείου Παιδείας που εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά το ακαδημαϊκό έτος 1996-1997 και όριζε ειδική ποσόστωση 0,5% για την εισαγωγή στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Μεγάλο ποσοστό αποφοίτων της μειονότητας στρέφονται σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Τουρκίας.
Η γνωριμία με την Τουρκική-Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης δεν εξαντλείται, πόσο μάλλον στα στενά περιθώρια μιας στηλης, διότι πρόκειται για έναν πληθυσμό σε εξέλιξη, έναν πληθυσμό με μία αξιοσημείωτη ιστορική διαδρομή και μία κοινότητα που καθημερινά προσαρμόζεται και αναπροσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής. Το σίγουρο είναι ότι αυτά που θα παραλείψεις θα είναι πάντα περισσότερα από αυτά που θα αποτυπώσεις.
Ωστόσο, η μελέτη και η συζήτηση για την Τουρκική-Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης είναι ένα ζωντανό παράδειγμα μιας κοινότητας που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του τόπου που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει, που διατηρεί με το πέρασμα του χρόνου την εθνική της ταυτότητα, τα έθιμα, τις παραδόσεις, που τέλος, η παρουσία και οι διάφορες εκφάνσεις του καθημερινού της βίου αποτελούν ένα διαρκές και ανοιχτό διακύβευμα για την εφαρμογή της πολυπολιτισμικότητας, της ανοχής και των ελευθεριών στις σύγχρονες κοινωνίες.
α. Μία ‘ιστορική' μειονότητα
Η παρουσία ιστορικών μειονοτήτων σε μικρές, περιφερειακές κοινωνίες αποτελεί αναμφισβήτητα ένα καλό παράδειγμα και σημείο αναφοράς για την μελέτη των σύγχρονων κοινωνιών οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου μετατράπηκαν σε πολυπολιτισμικές, πολυθρησκευτικές, πολυεθνικές, πολυγλωσσικές.
Μία τέτοια ιστορική μειονότητα, σε αντιδιαστολή με τις νέες μεταναστευτικές κοινότητες που διαμορφώθηκαν στη σύγχρονη εποχή μέσω μετακινήσεων πληθυσμών, αποτελεί και η Τουρκική-Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης.
Παρόλο που η Μειονότητα έχει συνδέσει κατά κάποιο τρόπο τη μοίρα της με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ωστόσο η ίδια και μαζί με αυτήν οι Έλληνες της Ιστάνμπουλ, του Bozcaada (Τένεδος) και του Gökçeada (Ίμβρος) εξαιρέθηκαν από αυτήν. Με μία έννοια, η Μειονότητα της Δυτικής Θράκης ήταν ανέκαθεν εδραιωμένη στην περιοχή της Δυτικής Θράκης ακόμα και πριν την οριστική διαμόρφωση των εθνικών συνόρων. Ο τόπος είναι σημείο αναφοράς για την Μειονότητα.
β. Ο τόπος
Η Δυτική Θράκη στο βορειοανατολικό άκρο της Ελλάδας, συνορεύει από τον βορρά με την Βουλγαρία και ανατολικά με την Τουρκία. Αν ανοίξουμε τον χάρτη θα διαπιστώσουμε ότι η Δυτική Θράκη είναι μια περιοχή με ιδιαίτερη γεωστρατηγική και γεωπολιτική σημασία.
Ωστόσο, κατά το παρελθόν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της γεωγραφίας δεν λειτούργησαν με όρους ανάπτυξης και επενδύσεων με αποτέλεσμα η περιοχή να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της λίστας με τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας.
Κατά καιρούς υπάρχουν προτάσεις και ιδέες που επιχειρούν να «ανοίξουν» τα σύνορα της περιοχής σε επιχειρηματικό κόσμο, στον τουρισμό, όπως η πρόταση για χορήγηση 48ωρης βίζας με γρήγορες διαδικασίες σε επιχειρηματίες και τουρίστες να επισκεφτούν την περιοχή, αλλά οι εξελίξεις είναι πολύ αργές και συνήθως αντιμετωπίζονται με καχυποψία.
Την Δυτική Θράκη συνθέτουν τρεις νομοί, η Ξάνθη, η Ροδόπη και ο Έβρος. Σημαντική είναι η παρουσία της Μειονότητας στην Ξάνθη και την Ροδόπη, ενώ υπάρχει παρουσία του πληθυσμού και σε περιοχές του Έβρου.
Όσο σημαντική είναι η γεωγραφία της περιοχής αναφορικά με κοινωνικά, οικονομικά και άλλα χαρακτηριστικά, άλλο τόσο σημαντική είναι η ιστορία της και η ιστορική διαδρομή.
γ. Η Συνθήκη της Λωζάνης
Σημείο σταθμός για την Μειονότητα αποτελεί η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 (24-07-1923) η οποία ουσιαστικά αποτελεί το νομικό κείμενο αναγνώρισης της Μειονότητας. Το Τμήμα Ε της Συνθήκης με τον τίτλο «Προστασία Μειονοτήτων» αποτελείται από εννέα (9) άρθρα (37-45) και αναφέρεται στην υποχρέωση των συμβαλλόμενων μερών, δηλαδή της Ελλάδας και της Τουρκίας, να διασφαλίζουν και να προστατεύουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Τα άρθρα περιέχουν και ειδικές αναφορές σε θέματα θρησκείας, εκπαίδευσης, γλώσσας, κοινωφελών ιδρυμάτων κλπ.
Αναλογιζόμενοι το ευρύτερο κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της περιόδου, η Συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί πράγματι ένα προοδευτικό και πρωτοποριακό κείμενο της εποχής του, και μία καλή βάση για τις συζητήσεις περί ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων. Είναι εύλογο ότι η Μουσουλμανική-Τουρκική μειονότητα προσλαμβάνει τη Συνθήκη της Λωζάνης ως το Σύνταγμα και τον θεμέλιο λίθο προστασίας των μειονοτικών δικαιωμάτων.
Από το 1923 και εξής, όλες οι εξελίξεις και οι πρωτοβουλίες στον χώρο των μειονοτικών δικαιωμάτων μέσω υπογραφών πρωτοκόλλων και συμβάσεων σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, δεν μπόρεσαν ούτε να αντικαταστήσουν, κυρίως όμως ούτε να αποδυναμώσουν την σπουδαιότητα που έχει για τη Μειονότητα η εν λόγω Συνθήκη.
δ. Πληθυσμιακά χαρακτηριστικά
Δεν υπάρχουν επίσημες στατιστικές για τον ακριβή πληθυσμό της Τουρκικής-Μουσουλμανικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Η τελευταία πληθυσμιακή απογραφή στην Ελλάδα που περιείχε στοιχεία όπως η μητρική γλώσσα και η θρησκεία διεξήχθη το 1951. Έκτοτε, οι στατιστικές καταμετρούν πληθυσμό βάσει της υπηκοότητας και δεν κάνουν άλλου είδους διαχωρισμούς. Αυτό είναι εν γένει προβληματικό και συνδέεται άμεσα με εθνικές πολιτικές που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ομοιογένειας του εθνικού πληθυσμού. Υπάρχει ένας φόβος με απλά λόγια να μην καταγράφεται επίσημα το ‘διαφορετικό', ο ‘άλλος'. Διάφοροι ερευνητές μέσω προσωπικών τους αναλύσεων και εκτιμήσεων της τελευταίας απογραφής του 2011, τοποθετούν σήμερα τον πληθυσμό της Μειονότητας σε περίπου 115.000 άτομα.
Καταγράφοντας το οικονομικό προφίλ του πληθυσμού, πρόκειται αναμφισβήτητα για αγροτικό πληθυσμό με κυρίαρχη την καλλιέργεια του μπασμά. Ο μπασμάς είναι ένας καπνός εξαιρετικής ποιότητας, η καλλιέργειά του απαιτεί την συμβολή όλης της οικογένειας. Ωστόσο, οι μικροί κλήροι και η στροφή της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής έχει υποβαθμίσει την καλλιέργεια και έχει μειώσει τα έσοδα από τον καπνό σε σημείο που οι καπνοπαραγωγοί της Δυτικής Θράκης ζούνε στα όρια της φτώχειας.
Υπάρχει και ο αστικός πληθυσμός της Μειονότητας που δραστηριοποιούνται στα αστικά κέντρα της Ξάνθης και της Κομοτηνής και περιλαμβάνει μία ευρεία γκάμα ελεύθερων επαγγελματιών, εργατών κλπ. Το σημαντικότερο αγκάθι αποτελεί ο δημόσιος τομέας ο οποίος, με εξαίρεση του δασκάλους που είναι ξεχωριστή περίπτωση, παρέμενε επί δεκαετίες κλειστός και απαγορευτικός για την απασχόληση μελών της Μειονότητας. Τα πρώτα βήματα έγιναν τη δεκαετία του 90 ωστόσο κι εδώ η εικόνα δεν έχει ανατραπεί με την έννοια ότι το ποσοστό των μειονοτικών που απασχολούνται στον δημόσιο τομέα παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό, ενώ σχετικός νόμος που ψηφίστηκε για τον διορισμό με ποσόστωση μελών της Μειονότητας στο δημόσιο έθετε περιορισμούς για διορισμό εκτός της περιοχής της Θράκης, εφαρμόστηκε ουσιαστικά δύο φορές με προσλήψεις περίπου έξι ατόμων και έκτοτε παραμένει ανενεργός.
Οι μαθητές της Μειονότητας μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στη φοίτηση σε δημόσια ή μειονοτικά σχολεία όπου το πρόγραμμα διδασκαλίας είναι δίγλωσσο, σε ελληνικά και τουρκικά. Παραδοσιακά οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης στέλνουν τα παιδιά τους σε μειονοτικά δημοτικά σχολεία γιατί είναι ιδιαίτερα σημαντικό να λάβουν εκπαίδευση τόσο στη μητρική τους γλώσσα όσο και στην γλώσσα της χώρας υπηκοότητας.
Η επιλογή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι περιορισμένη με την έννοια ότι τα δύο μειονοτικά γυμνάσια και λύκεια και που λειτουργούν σε Ξάνθη και Κομοτηνή δεν μπορούν να απορροφήσουν το σύνολο των μειονοτικών μαθητών. Σημαντική είναι η έλλειψη δίγλωσσων μειονοτικών νηπιαγωγείων, ένα αίτημα που μπαίνει επιτακτικά από την πλευρά της Μειονότητας τα τελευταία χρόνια.
Αναφορικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ένας σημαντικός αριθμός μελών της μειονότητας κάνουν χρήση νόμου του 1995 του Υπουργείου Παιδείας που εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά το ακαδημαϊκό έτος 1996-1997 και όριζε ειδική ποσόστωση 0,5% για την εισαγωγή στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Μεγάλο ποσοστό αποφοίτων της μειονότητας στρέφονται σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Τουρκίας.
Η γνωριμία με την Τουρκική-Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης δεν εξαντλείται, πόσο μάλλον στα στενά περιθώρια μιας στηλης, διότι πρόκειται για έναν πληθυσμό σε εξέλιξη, έναν πληθυσμό με μία αξιοσημείωτη ιστορική διαδρομή και μία κοινότητα που καθημερινά προσαρμόζεται και αναπροσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής. Το σίγουρο είναι ότι αυτά που θα παραλείψεις θα είναι πάντα περισσότερα από αυτά που θα αποτυπώσεις.
Ωστόσο, η μελέτη και η συζήτηση για την Τουρκική-Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης είναι ένα ζωντανό παράδειγμα μιας κοινότητας που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του τόπου που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει, που διατηρεί με το πέρασμα του χρόνου την εθνική της ταυτότητα, τα έθιμα, τις παραδόσεις, που τέλος, η παρουσία και οι διάφορες εκφάνσεις του καθημερινού της βίου αποτελούν ένα διαρκές και ανοιχτό διακύβευμα για την εφαρμογή της πολυπολιτισμικότητας, της ανοχής και των ελευθεριών στις σύγχρονες κοινωνίες.